Ψηφιδωτό της Ραβένας, με τον Ιουστιανιανό και τους Μεγίστους. Εικάζεται ότι ο γενειοφόρος στα δεξία του Αυτοκράτορα είναι ο Βελισάριος.
Η καταγωγή του Βυζαντινού στρατηγού Βελισάριου(500-565) αποτελεί μυστήριο. Η πιθανή ετυμολογία του ονόματός του από το επίθετο Белий, το οποίο σημαίνει λευκός και το Цар, παραφθορά του Caesar, δηλαδή Αυτοκράτορας, (δηλαδή ο Λευκός Αυτοκράτορας) από σλαβικές ρίζες έχει κάνει πολύ πιθανή τη θεωρία ότι ο Βελισάριος ήταν γόνος κάποιας αριστοκρατικής σλαβικής οικογένειας της Γερμανικείας στη Θράκη.
Είναι πολλά τα πολεμικά κατορθώματα του Βελισάριου σε όλα τα μέτωπα, σε όλα το μήκος και πλάτος του γνωστού τότε κόσμου, στα σύνορα με την Περσία, στην Αφρική, στην Ιταλία. Η κριτική ιστοριογραφία ισχυρίζεται ότι οι επιτυχίες του Βυζαντινού Στρατού οφείλονταν, εκτός από την άριστη επιτελική οργάνωση και διοικητική μέριμνα, στην ικανή ηγεσία του Βελισάριου, τον οποίο ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός μετέθετε από το ένα μέτωπο στο άλλο, πάντα στο κρισιμότερο χρονικό σημείο, όταν όλα έδειχναν ότι είναι χαμένα, και όμως ο Βελισάριος πετύχαινε σχεδόν πάντα ένα θαύμα, ανατρέποντας τη δυσμενή κατάσταση για την Αυτοκρατορία σε μια περιφανή νίκη.
Ο μοναδικός σαφής χρησμός τον οποίο έδωσε ποτέ η Πυθία ήταν εκείνος που εκβιαστικά απέσπασε από εκείνη ο Αλέξανδρος ο Μέγας, το περίφημο "ἀνίκητος εἷ, ὧ παῖ" στους Δελφούς. Η αλήθεια είναι ο Μακεδόνας στρατηλάτης υπήρξε η μέγιστη στρατηγική και τακτική διάνοια όλων των εποχών, αλλά το αήττητος δεν είναι και απόλυτα ακριβές, αφού στην Ινδία συνάντησε πολλές δυσκολίες και ο στρατός υπέστη τόσες απώλειες που αναγκάστηκε να υποχωρήσει. (Ενδεικτικά η μάχη με τους Μάλλους, κεφάλαιο 63 του Βίου του Αλεξάνδρου από τον Πλούταρχο) Ωστόσο το αήττητο του Αλεξάνδρου είναι θρύλος για όλους τους στρατιωτικούς και ιστορικούς όλων των χωρών της γης, και είναι απολύτως βέβαιο ότι το "τρόπαιο" του Αλεξάνδρου δεν επιτρέπει σε κανέναν να "κοιμηθεί ήσυχος", κατά παράφραση του Θεμιστοκλή.
Σλάβος στην καταγωγή και εξίσου αήττητος ήταν και ο Αλεξάντερ Βασίλιεβιτς Σουβόρωφ (1729-1800), η πιο μεγάλη στρατιωτική προσωπικότητα της Ρωσίας εκείνης της εποχής.
Ο Σούβορωφ με φόντο την Αυτοκρατορική Σημαία.
Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, αν και και όχι ιδιαίτερα πλούσιας, με πατέρα στρατιωτικό, ο Αλεξάντερ Βασίλιεβιτς γεννήθηκε φιλάσθενος, και ο πατέρας του ότι ο στρατός δεν ήταν η κατάλληλη καριέρα για τον γιο του, όμως ο γιος του τον διέψευσε πανηγυρικά. Αναγνωρίζοντας τη σωματική του αδυναμία ο Αλεξάντερ Βασίλιεβιτς γυμναζόταν καθημερινά και σκληρά για να ξεπεράσει τη φυσική του μειονεξία. Παράλληλα όμως με τη σωματική άσκηση ο Σούβορωφ αποδείχθηκε και ακαταπόνητος αναγνώστης με ακόρεστη δίψα για μάθηση, αφού σε πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησε τις "επιδρομές" στην αχανή βιβλιοθήκη του στρατηγού πατέρα, εμβαθύνοντας από νωρίς στην ιστορία και στα στρατιωτικά προβλήματα στρατηγικής και τακτικής, καθώς και στη μελέτη του πυροβολικού και της οχυρωματικής. Ο Σούβορωφ προηγήθηκε του Ναπολέοντα στην κατανόηση της σπουδαιότητας των τομέων αυτών για την πολεμική τέχνη, παρόλο που ο Γάλλος ιδιοφυής αναμφισβήτητα έδειξε καλύτερα από κάθε άλλον στην πράξη την αξία τους, ιδίως του πυροβολικού.
Ο Αλεξάντερ Βασίλιεβιτς επέδειξε μια αξιοθαύμαστη έφεση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Μιλούσε γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά, πολωνικά, τουρκικά, περσικά, φινλανδικά και λίγα αραβικά. Θεωρήθηκε αυθεντία στο θέμα της οχυρωματικής τέχνης σε παγκόσμιο επίπεδο. Είχε σπουδάσει με συστηματικότητα μαθηματικά και φιλοσοφία και ήταν βαθύτατος γνώστης της ιστορίας. Η γλωσσομάθειά του του επέτρεπε να παρακολουθεί αδιάλειπτα τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις και ήταν τακτικός συνδρομητής πολλών ξένων εφημερίδων, περιοδικών και επιστημονικών εκδόσεων. Ήταν, και μπορούμε να το ισχυριστούμε με μεγάλη πιθανότητα ισχύος, ο πιο μορφωμένος και καλλιεργημένος στρατιωτικός της εποχής του. Η φιλομάθεια αυτή του Σουβόρωφ είναι σχεδόν βέβαιο ότι ενθαρρύνθηκε από την οικογένεια του. Ο πατέρας του Βασίλι Ιβάνοβιτς ήταν συγγραφέας του πρώτου ρωσικού στρατιωτικού λεξικού και μεταφραστής γαλλικών στρατιωτικών έργων. Έδωσε το γιο του το όνομα Αλέξανδρος προς τιμή του Πολεμιστή Αγίου και Προστάτη της Ρωσίας, Αλεξάνδρου Νιέφσκυ.
Ο Αλεξάντερ Βασίλιεβιτς κατατάχτηκε σε ηλικία 12 ετών στο Σύνταγμα Σεμιενόφσκυ. Τις αντιρρήσεις του πατέρα του Σούβορωφ έκαμψε ο στρατηγός Γκανιμπάλ, "Ο Νέγρος του Μεγάλου Πέτρου", όπως τον αποκαλούσαν και για τον οποίο ο Πούσκιν ξεκίνησε να γράφει μια νουβέλα με τον ίδιο τίτλο, που όμως, δυστυχώς δεν πρόλαβε να την τελειώσει. Ο Γκανιμπάλ, Αφρικανός στην καταγωγή ο οποίος βρέθηκε στη Ρωσία ως... δώρο για τον Μεγάλο Πέτρο κατόρθωσε να φτάσει τον βαθμό του υποστρατήγου και να διατελέσει και κυβερνήτης του Reval, της σημερινής πρωτεύουσας της Εσθονίας Ταλίν. Ο Γκανιμπάλ, οικογενειακός φίλος των Σουβόρωφ, παίζοντας με τον μικρό Αλέξανδρο, εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις και την ευστροφία του παιδιού, αφού κατανικήθηκε από τον Αλέξανδρο σε ένα πολεμικό παιχνίδι τακτικής.
Η προτομή του στρατηγού Γκανιμπάλ στο Πετρόφσκογιε.
Το Σύνταγμα Σεμιονόφσκυ, μαζί με το Σύνταγμα Πρεομπραζένσκυ είναι τα παλαιότερα σώματα της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Ιδρύθηκαν από τον Μεγάλο Πέτρο το έτος 1683 και έμειναν ενεργά μέχρι την κατάργησή τους από τους Μπολσεβίκους μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το όνομά του το έλαβε από το χωριό Σεμιονόφσκογιε, κοντά στη Μόσχα, όπου και ήταν ο αρχικός στρατωνισμός του. Το Σύνταγμα μεταφέρθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1723.
Ο Θυρεός του Συντάγματος Σεμιονόφσκυ
Στο Σύνταγμα υπηρέτησε περίπου 6 χρόνια και από το 1748 ξεκινά η μακρόχρονη υπηρεσία και η λαμπρή σταδιοδρομία του στο Ρωσικό στρατό, την οποία διέκοψε ο θάνατος στις 18.5.1800. Η βασική ασχολία του Αλεξάντερ, πέρα από τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση ήταν η εκμάθηση ξένων γλωσσών και η εντρύφηση σε κλασσικούς συγγραφείς της αρχαιότητας, κυρίως Λατίνους, όπως ο Κορνήλιος Νέπως και ο Ιούλιος Καίσαρ, αλλά είναι γνωστό ότι ήταν λάτρης της βιογραφικής λογοτεχνίας του Πλούταρχου.
Βαθμό υπολοχαγού πήρε το 1754. Μέχρι το 1762, δηλαδή μέχρι την ενθρόνιση της Μεγάλης Αικατερίνης, η καριέρα του Σούβορωφ ήταν μάλλον στάσιμη. Όμως η επεκτατική πολιτική της Τσαρίνας απαιτούσε έναν "Βελισάριο". Και αυτός ο Βελισάριος βρέθηκε στο πρόσωπο του Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς. Το βάπτισμα του πυρός για τον μετέπειτα θρύλο της ρωσικής στρατιωτικής ιστορίας ήταν ο Επταετής Πόλεμος (1756-1763), που συντάραξε την Ευρώπη. Συμμετείχε ως επιτελικός αξιωματικός στη μάχη του Kunersdorf ( σημερινό Κουνόβιτσε, στα γερμανοπολωνικά σύνορα), υπό τον στρατηγό Σάλτυκωφ. Σε εκείνη τη μάχη, 12 Αυγούστου 1759 ο ενωμένος ρωσοαυστριακός στρατός συνέτριψε τον πρωσικό. Τον επόμενο χρόνο ανατέθηκε στον Σούβορωφ η διοίκηση μονάδας η οποία συμμετείχε στην κατάληψη του Βερολίνου.
Η μάχη του Kunersdorf, πίνακας του 1848
Με την ενθρόνιση της Μεγάλης Αικατερίνης το 1762 ο Σούβορωφ προάγεται σε συνταγματάρχη και διορίζεται διοικητής των Γρεναδιέρων ( τμήμα πεζικού ειδικών αποστολών του 17ου και 18ου αιώνα) στο Άστραχαν (πόλη στα δέλτα του Βόλγα), Στους Γρεναδιέρους του Άστραχαν ανατέθηκε η φύλαξη της Αγίας Πετρούπολης κατά την τελετή ενθρόνισης της Τσαρίνας τον Σεπτέμβριο του 1762. Η Αυτοκράτειρα έκανε μάλιστα δώρο στον συνταγματάρχη της έναν πίνακα ζωγραφικής.
Από εκείνο το σημείο και ύστερα, για 38 ολόκληρα χρόνια μέχρι τον θάνατό του ο Σούβορωφ δεν θα σταματήσει να μάχεται σχεδόν ούτε μια μέρα να βρίσκεται στα πεδία των μαχών. Πρώτη του επιτυχία ο ο πόλεμος με την "Συνομοσπονδία του Μπαρ", η οποία ήταν μια ένωση Πολωνών ευγενών που πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φρούριο στην Ποντόλια (περιοχή ανάμεσα στις σημερινές Μολδαβία και Ουκρανία) και συστάθηκε το 1768. Η Συνομοσπονδία αυτή αντιτίθετο τόσο στην επιρροή της Ρωσίας όσο και στην πολιτική του Πολωνού βασιλιά Στανισλάβου του Δευτέρου, ο οποίος ήθελε να μειώσει την πολιτική δύναμη των γαιοκτημόνων αριστοκρατών της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας. Κατά την εκστρατεία αυτή ο Σούβορωφ απέδειξε την ορθότητα των νέων αρχών εκπαίδευσης του στρατού, τις οποίες είχε υποδείξει τα προηγούμενα χρόνια στο βιβλίο του "Полковое Учреждение"-Εγκατάσταση συντάγματος. Ο Σουβόρωφ κατανίκησε τους Πολωνούς σε όλες τις μάχες και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανακατάληψη της Κρακοβίας, την οποία είχαν ανακαταλάβει οι Γάλλοι, που συνέδραμαν τους Πολωνούς, το 1772.
Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου ο Σούβορωφ ήρθε αντιμέτωπος με τον φλογερό Πολωνό πατριώτη Μιχαήλ Ογκίνσκι. Το ρωσικό σώμα που διοικούσε ο Σούβορωφ, αν και μειονεκτούσε σε αριθμό συνέτριψε το πολωνικό (900 Ρώσοι εναντίον 5.000 Πολωνών). Ο Ογκίνσκι είναι γνωστός για τις πατριωτικές μελωδίες που συνέθεσε, μια εκ των οποίων μπορείτε να απολαύσετε εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=S7W5fNn1FOw
Η Αικατερίνη έστειλε τον Σούβορωφ, μετά τη λήξη αυτού του πολέμου και τον διαμελισμό της Πολωνίας μεταξύ Ρωσίας, Αυστρίας και Πρωσίας, στα Βαλκάνια, όπου η Ρωσία βρισκόταν σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Ρωσοτουρκικός Πόλεμος 1769-1774, ο γνωστός σε μας από την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή). Εκεί ο Σούβορωφ κατέλαβε ένα φρούριο του οθωμανικού στρατού, το Τουρτουκάι αιφνιδιαστικά, παρακούοντας τις εντολές των ανωτέρων του, οι οποίες ήταν "παρακολούθηση" και όχι "κατάληψη". Λέγεται, ότι η Μεγάλη Αικατερίνη τότε απέρριψε την εισήγηση για τιμωρία με θάνατο λόγω ανυπακοής εν καιρώ πολέμου που έπρεπε να επιβληθεί στον Σούβορωφ με την ρήση "Τους νικητές δεν τους δικάζουν" (ρωσικά "Победителей не судят") Με το βαθμό του στρατηγού, πλέον, κατατρόπωσε, με λιγότερες δυνάμεις μάλιστα, τον Οθωμανικό στρατό του Ρεζάκ στο Κοζλούντζι το 1774, η οποία ήταν και η αποφασιστική νίκη.
Μέχρι το 1786 ο Σούβορωφ ασχολείται με εσωτερικά θέματα του στρατού και της Ρωσίας. Στέλνεται να καταστείλει την εξέγερση των μουζίκων υπό τον Πουγκατσώφ, που ξέσπασε λίγο μετά τη λήξη του πολέμου με την Τουρκία, ως ένας άλλος Βελισάριος, τολμώ να πω, ωστόσο τη "δόξα" αυτή την κλέβει ο Ιβάν Μίχελσον και ο ρόλος του Σουβόρωφ περιορίζεται στη σύλληψη των πρωτεργατών και την ειρήνευση του πληθυσμού, έργο στο οποίο πετυχαίνει εξαιρετικά. Ως διοικητής του σώματος του Κουμπάν, (περιοχή της Νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, κοντά στη χερσόνησο της Κριμαίας) επιδεικνύει αξιόλογο έργο στους τομείς της επιμελητείας, της αντικατασκοπείας και αμυντικής θωράκισης των πόλεων και διακρίνεται για την ήπια και δίκαιη μεταχείριση του μη ρωσικού πληθυσμού.
Το 1786 ξεσπά νέος Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1786-1792). Ο χώρος δεν επαρκεί για να περιγράψουμε τον καθοριστικό ρόλο του Σούβορωφ στον πόλεμο εκείνο. Για τις επιτυχίες του σ' εκείνο τον πόλεμο ο Σούβορωφ έλαβε πολλές διακρίσεις, ανάμεσα σε αυτές τον τίτλο του Κόμη του Ρίμνικ, (ένας ποταμός όπου διεξήχθη μια κρίσιμη μάχη του πολέμου εκείνου). Η πιο γνωστή επιτυχία του Σούβορωφ στον πόλεμο εκείνο ήταν η κατάληψη του φρουρίου Ισμαήλ, (στην πολιορκία του οποίου είχε αποτύχει ο Ποτέμκιν, ευνοούμενος της Αικατερίνης). Ο Ποτέμκιν ανέθεσε την πολιορκία στον Σούβορωφ, ο οποίος την πέτυχε μέσα σε λίγες μέρες.
Σοβιετικό γραμματόσημο με θέμα την κατάληψη του φρουρίου Ισμαήλ από τον Σούβορωφ.
Εν συνεχεία ο Σούβορωφ παίζει πολύ σοβαρό ρόλο στην καταστολή του κινήματος εξέγερσης του Κοστιούσκο (1794). Είναι αυτός ο οποίος δέχεται τα κλειδιά της Βαρσοβίας από τους νικημένους επαναστάτες. Η αγριότητα της καταστολής του κινήματος αυτού αποτυπώθηκε σε πολλά κείμενα και πίνακες της εποχής.
Η σφαγή της Πράγα το 1794 (συνοικία της Βαρσοβίας)
Η Αικατερίνη πέθανε το 1796 και ο Σούβορωφ έπεσε στη δυσμένεια του νέου Τσάρου, Παύλου. Όμως, όταν τα πράγματα άρχισαν να γίνονται δύσκολα για την Ρωσία, τότε ο Τσάρος αναγκάστηκε να προστρέξει στον πιο καλό στρατιώτη του. Η απειλή ήταν πολύ σοβαρή και είχε βαρείς τίτλους: Η Γαλλία του Διευθυντηρίου, η Γαλλία του 1789 η Γαλλία της Επανάστασης, η Γαλλία που ήδη έτριζε τα δόντια της με τις επιτυχίες του έφεδρου στρατού της και του Ναπολέοντα.
Η Ρωσία αποχαιρετά τον Σούβορωφ, που αναχωρεί για την Ιταλία
Ο Τσάρος έστειλε τον Σούβορωφ στην Ιταλία, όπου ύστερα από μια λαμπρή εκστρατεία και τη συντριβή των Γάλλων (1799), ο Σούβορωφ, πρότεινε την άμεση επίθεση και προέλαση επί γαλλικού εδάφους με σκοπό την κατάληψη του Παρισιού. Αντ' αυτού διατάχθηκε να εκδιώξει τους Γάλλους από την Ελβετία, όπου βρισκόταν ήδη άλλη ρωσική στρατιά. Όταν όμως έφθασε ο Σούβορωφ εκεί, η στρατιά που υποτίθεται ότι θα τον βοηθούσε είχε ήδη συντριβεί, και έτσι ο Σούβορωφ, μπλοκαρισμένος από τους Γάλλους στην ορεινή εκείνη χώρα, με τη στρατιά του και τα υπολείμματα της άλλης στρατιάς πραγματοποίησε την πιο παράτολμη επιχείρηση απεγκλωβισμού στην ιστορία. Ήταν τόσος ο θαυμασμός γι' αυτόν τον ελιγμό, που όλη η Ευρώπη απέδωσε στον Σούβορωφ τον τίτλο του Generalissimo, ο τελευταίος κάτοχος αυτού του τίτλου στην προ-επαναστατική Ρωσία. (o τίτλος είναι τιμητικός και θεωρείται ανώτερος από τον στρατάρχη, ο οποίος, όπου υπάρχει, φέρει 5 αστέρια ως διακριτικά,με βάση το ελληνικό τυπικό)
Ο Σούβορωφ γύρισε εξαντλημένος στη Ρωσία όπου και πέθανε το 1800. Ετάφη Λαύρα της Αγίας Τριάδας και του Αλέξανδρου Νιέφσκι με την επιγραφή «Εδώ κοιμάται ο Σουβόροφ» και το επιτάφιο επίγραμμα έγραψε ο μεγάλος ποιητής Γαβριήλ Ντερζάβιν (1743-1816). "Ω, αιωνιότητα! πάψε τους θορύβους των αιώνιων εχθροπραξιών Αυτός που ήταν καλύτερος από όλους τους ήρωες της γης.
Στο ιερό σου από εμάς αυτή την ημέρα ήρθε, ο Σούβορωφ"
Ο Ναπολέων έγραψε σε μια επιστολή του από την Αίγυπτο, όπου βρισκόταν ενώ ο Σούβορωφ διέλυε τους Γάλλους στην Ιταλία, ότι κανείς δεν θα νικήσει τον Σουβόροφ αν δεν μάθει τους κανόνες του και ομολογούσε ότι χρησιμοποίησε πολλές από τις μεθόδους του Ρώσου στρατηλάτη κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του. Το βιβλίο του Σούβορωφ "Επιστήμη του Νικάν" θεωρείται ένα από τα κλασικά της στρατιωτικής επιστήμης, και εμπεριέχει τις βασικές ιδέες του Αλεξάντερ Βασίλιεβιτς στην εκπαίδευση των στρατιωτών.
Το όνομα του Σούβορωφ έχει δοθεί σήμερα σε έναν εξειδικευμένο τύπου λυκείου στη Ρωσία και τη Λευκορωσία.
Επίσης υπάρχει προσωπικό μουσείο στη Ρωσία για τη μνήμη του, ο πρώτος άνθρωπος για τον οποίο η Ρωσία επιφύλαξε αυτή την τιμή, πόλεις, χωριά, πλατείες και δρόμοι φέρουν το όνομά του σε όλη τη Ρωσία, μέχρι και αστεροειδής!
Ο Σουβόρωφ θριαμβευτής
Ο Σουβάρωφ μόνος, παρά τη δόξα, η μοίρα των θνητών είναι κοινή.
Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας
Γεννήθηκε στο Στέτιν
[1] της
Πρωσίας το
1729 και το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Αυγούστα Φρειδερίκη. Ήταν πριγκίπισσα του Άνχαλτ-Τσέρμπστ και ο πατέρας της,
Χριστιάνος Αύγουστος, υπηρετούσε στο πρωσικό ιππικό ως φρούραρχος του
Στέτιν. Η εκπαίδευση της ήταν αρκετά καλή, παρακολουθώντας μαθήματα κατ´οίκον, ενώ δεν ανέπτυξε στενές σχέσεις με τους γονείς της.
Το
1744, σε ηλικία 15 χρονών, προσκλήθηκε από την Ρωσίδα Αυτοκράτειρα
Ελισάβετ στην
Αγία Πετρούπολη με σκοπό να νυμφευθεί τον διάδοχο του ρωσικού θρόνου
Πέτρο Φιόντοροβιτς του
Χολστάιν. Η επιλογή της πριγκίπισσας Σοφίας ως υποψήφιας νύφης του διαδόχου ήταν αποτέλεσμα των διπλωματικών ενεργειών του Αυτοκράτορα
Φρειδερίκου Β΄ της
Πρωσίας[2]. Αμέσως άρχισε την εκμάθηση της
ρωσικής γλώσσας με τόσο ζήλο που τα βράδια έμενε ξύπνια για να διαβάζει τα μαθήματα της. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την γρήγορη ενσωμάτωση της στην ρωσική αριστοκρατία.
Στις 28 Ιουνίου
1744 η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία την δέχθηκε ως μέλος
[3] της με το όνομα Αικατερίνη Αλεξέγεβνα. Έτσι στις 21 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε ο γάμος του Μεγάλου Δούκα Πέτρου και της πριγκίπισσας Αικατερίνης.
Ο γάμος της σταδιακά αποδείχτηκε ανεπιτυχής αφού ο διάδοχος του θρόνου Πέτρος ασχολιόταν μόνο με το κυνήγι ενώ αυτή την παραμελούσε
[4]. Για εννιά χρόνια η Αικατερίνη ήταν υποχρεωμένη να παραμένει κλεισμένη στα ανάκτορα ενώ δεν της επιτρεπόταν η αλληλογραφία με τους συγγενείς της. Αναγκάστηκε λοιπόν, προκειμένου να βρει μια συντροφιά, να καταφύγει στην ανάγνωση βιβλίων. Ιδιαίτερα επηρεάστηκε από τον
Βολταίρο και τις ιδέες του περί του Διαφωτισμού. Το
1754 η Αικατερίνη έμεινε έγκυος και γέννησε το γιο της Παύλο. Βέβαια οι φήμες οργίαζαν σχετικά με την πατρότητα του παιδιού αφού κανείς δεν πίστευε ότι πατέρας του παιδιού ήταν ο Πέτρος. Με τον καιρό η πριγκίπισσα Αικατερίνη άρχισε να δικτυώνεται στο παλάτι και να συνάπτει φιλικές σχέσεις με αυλικούς και υπουργούς όπως με τον καγκελάριο
Μπεστούζεφ-Ριούμιν. Μαζί με τον καγκελάριο οργάνωσαν αυλική συνωμοσία, η οποία απέτυχε το
1758 και είχε ως αποτέλεσμα να χάσει την θέση του Καγκελαρίου ο Μπεστούζεφ-Ριούμιν ενώ η Αικατερίνη μόλις που κατάφερε να γλιτώσει την δυσμένεια.
Μετά τον θάνατο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ στις 5 Ιανουαρίου του
1762 την διαδέχτηκε ο ανηψιός της Πέτρος Γ'. Η Αικατερίνη είχε οργανώσει γύρω της έναν κύκλο αυλικών και στρατιωτικών που ήταν έτοιμοι να την υποστηρίξουν σε οποιαδήποτε κίνηση της. Σημαντικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου της, δηλαδή την άνοδο της στον θρόνο, διαδραμάτισε ο εραστής της, αξιωματικός του ιππικού,
Γρηγόριος Ορλόφ, αλλά και οι λανθασμένες κινήσεις του Πέτρου Γ΄, ο οποίος δεν δίστασε να παραιτηθεί από τις κατακτήσεις που είχε πετύχει σε βάρος της
Πρωσίας στον Επταετή πόλεμο, να ασπαστεί τον
Λουθηρανισμό και να δεχτεί Πρώσους αξιωματούχους στον ρωσικό στρατό. Αυτές οι κινήσεις επέδρασαν καταλυτικά στην άνοδο της Αικατερίνης στον θρόνο αφού μια μεγάλη μερίδα αριστοκρατών και στρατιωτικών δυσαρεστημένοι από τον Πέτρο Γ΄ προσχώρησαν στο κίνημα της Αικατερίνης.
Στις 28 Ιουνίου του
1762 με την βοήθεια της φρουράς ανέβηκε στον θρόνο και φυλάκισε τον άντρα της, Πέτρο Γ΄. Λίγες μέρες αργότερα ο Πέτρος δολοφονήθηκε με στραγγαλισμό κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στην
Κροστάνδη.
Η Αικατερίνη Β΄ στα απομνημονεύματα της αναφέρει:
"Όταν ανέλαβα την εξουσία η Ρωσική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση λόγω Επταετούς Πολέμου. Τα οικονομικά αποθέματα είχαν εξαντληθεί. Ο στρατός δεν πληρωνόταν επί 3 μήνες. Το εμπόριο ήταν σε παρακμή, καθώς πολλοί κλάδοι του έγιναν μονοπωλιακοί. Ο στρατός είχε βυθιστεί στα χρέη."
Υπάρχουν όμως ιστορικοί που αμφισβητούν την κατάσταση αυτή υποστηρίζοντας πως ακόμα και μετά τον Επταετή πόλεμο η Αυτοκρατορία βρισκόταν σε καλή οικονομική κατάσταση και το έλλειμμα ήταν μόλις 1 εκατομμύριο ρούβλια ή 8 % από το σύνολο εσόδων. Υποστηρίζουν πως η ίδια η αυτοκράτειρα συνέβαλε στη δημιουργία αυτού του ελλείμματος, ξοδεύοντας τα χρήματα από το δημόσιο ταμείο για δώρα στους υποστηρικτές του κινήματος της που ανέτρεψε τον Πέτρο Γ΄.
Έβαλε στόχο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της Αυτοκρατορίας, αναφέροντας ότι:
- Πρέπει να εκπαιδεύσει το έθνος, το οποίο θα κυβερνά.
- Πρέπει να επιβάλει δημόσια τάξη, να υποστηρίξει την κοινωνία και να της επιβάλλει να τηρούνται οι νόμοι.
- Πρέπει να συμβάλει στην άνθηση του κράτους.
- Πρέπει να ιδρύσει τη αστυνομία.
- Είναι απαραίτητο να κάνει το κράτος τρομερό ώστε να εμπνέει το σεβασμό των γειτόνων.
Η εσωτερική πολιτική της δεν διέφερε και πολύ από αυτή των προκατόχων της. Στη μέση της βασιλείας της πραγματοποίησε διοικητική μεταρρύθμιση, την εδαφική διαίρεση της χώρας, και τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος. Το έδαφος του ρωσικού κράτους έχει αυξηθεί σημαντικά με την προσθήκη της νότιων εδαφών - της
Κριμαίας,
Μαύρης Θάλασσας και του ανατολικού τμήματος της Πολωνό-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Ο πληθυσμός αυξήθηκε από 23,2 εκατομμύρια (1763) σε 37.400.000 (1796) κατοίκους. Έτσι η Ρωσία έγινε η μεγαλύτερη χώρα στην Ευρώπη (αντιπροσώπευε το 20% του ευρωπαϊκού πληθυσμού). Η Αικατερίνη Β΄, καθιέρωσε 29 νέες επαρχίες και είχε δημιουργήσει περίπου 144 πόλεις.
Την ίδια στιγμή, η αύξηση του πληθυσμού ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης στη Ρωσική Αυτοκρατορία άλλων πολιτειών (με πληθυσμό περίπου 7 εκατομμύρια άτομα), που συνέβη κατά κανόνα χωρίς επιθυμία του τοπικού πληθυσμού, κάτι που οδήγησε στην εμφάνιση των "πολωνικού", "ουκρανικού" και "εβραϊκού" ζητημάτων.
Η ρωσική οικονομία συνέχισε να παραμένει αγροτική. Συνολικά, στο τέλος του XVIII αιώνα υπήρχαν 1.200 μεγάλες επιχειρήσεις (το 1767 υπήρχαν μόνο 663). Σημαντικά αυξήθηκε η εξαγωγή των ρωσικών προϊόντων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, από τα νέα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Ωστόσο, στη δομή των εξαγωγών δεν υπήρχαν αρκετά έτοιμα προϊόντα, πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα μόνο. Ενώ στη
Δύση το δεύτερο εξάμηνο του XVIII αιώνα η βιομηχανική επανάσταση έλαβε χώρα, η ρωσική βιομηχανία παράμενε «πατριαρχική» και αγροτική. Τέλος, το 1770-1780 ξέσπασε οξεία κοινωνική κρίση, με επακόλουθη την οικονομική κρίση.
Η εξωτερική πολιτική της Αικατερίνης Β΄ είχε ως στόχο την ενίσχυση του ρόλου της
Ρωσίας στον κόσμο και την επέκταση της επικράτειάς της. Το σύνθημα της διπλωματίας της ήταν το εξής: «θα πρέπει να είμαστε φίλοι με όλες τις δυνάμεις, για να διατηρήσουμε πάντοτε τη δυνατότητα να σταθούμε στο πλευρό του ασθενέστερου ... να αφήσουμε ανοιχτά τα χέρια ... και να μην σερνόμαστε από την ουρά κανενός». Ωστόσο, αυτό το σύνθημα παραμελήθηκε πολλές φόρες.
Επέκταση των συνόρων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας
Νέα εδαφική επέκταση αρχίζει με την Αικατερίνη Β΄. Μετά το πρώτο
Ρώσο-τουρκικό πόλεμο το 1774, η Ρωσία αποκτά σημαντικά εδάφη στις εκβολές του ποταμού
Δνείπερου,
Ντον και στα στενά του
Κερτς. Το 1783, ενώνει την
Μπάλτα,
Κριμαία και την
Κουμπάν. Ο δεύτερος
Ρώσο-τουρκικός πόλεμος τελειώνει με την απόκτηση της παράκτιας λωρίδας μεταξύ του Μπούγκ και του
Δνείστερου (1792). Με όλες αυτές τις κατακτήσεις, η Ρωσία έχει σταθερή πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα. Την ίδια στιγμή, οι Πολωνοί παραχωρούν στη Ρωσία τη δυτική Ρωσία. Έτσι το 1773 η Ρωσία αποκτά ένα μέρος της
Λευκορωσίας, το δεύτερο διαμέρισμα της
Πολωνίας (1793), τις επαρχίες της
Λιθουανίας. Μαζί με το τρίτο τμήμα συνδέθηκε με τη Ρωσία και το Δουκάτο της Κυρλανδίας.
Οι σχέσεις με τη Γεωργία. Συνθήκη του Γεωργίου
Επί της βασιλείας του Ηρακλή Β΄ το ενωμένο βασίλειο της
Γεωργίας και Καχέτη (1762-1798) ενισχύθηκε και αύξησε την επιρροής της στον Καύκασο. Οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν από τη χώρα. Ο Ηρακλής Β΄ στράφηκε προς τη Ρωσία για την προστασία από την
Περσία και την
Τουρκία. Η Αικατερίνη Β΄, που βρισκόταν σε πόλεμο με την
Υψηλή Πύλη, από τη μία πλευρά, ενδιαφέρθηκε για το σύμμαχο, από την άλλη, ήταν απρόθυμη να στείλει πολλά στρατεύματα στη Γεωργία. Τελικά τα έτη 1769-1772 ένα μικρο τμήμα ρωσικού στρατού υπό τη διοίκηση του στρατηγού Τοτλεμπέν πολέμησαν εναντίον της Τουρκίας με τη γεωργιανή πλευρά. Το 1783, η Ρωσία και η Γεωργία υπέγραψαν συνθήκη για την ίδρυση του Ρωσικού
προτεκτοράτου στο Βασίλειο της Γεωργίας και Καχέτη με αντάλλαγμα τη στρατιωτική προστασία από τη Ρωσία.
Το Ελληνικό σχέδιο
Ένα από τα φιλόδοξα σχέδια της Αικατερίνης Β΄ στην εξωτερική πολιτική ήταν το λεγόμενο
Ελληνικό σχέδιο, τα κοινά σχέδια της Ρωσίας και της
Αυστρίας για το διαμελισμό της Τουρκίας, την εκδίωξη των Τούρκων από την
Ευρώπη, την αναβίωση της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η διακήρυξη του εγγονού της Αικατερίνης Β΄ ως αυτοκράτορα, του Μέγα Δούκα Κωνσταντίν Πάβλοβιτς. Σύμφωνα με τα σχέδιο, στις περιοχές της
Βεσσαραβίας, της
Μολδαβίας και της
Βλαχίας δημιουργείται το κράτος Ντάκια, και το δυτικό τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου παραχωρείται στην Αυστρία. Το Ελληνικό σχέδιο, το σχέδιο αναδημιουργίας του Ελληνικού κράτους παρουσιάστηκε μετά από το
Ανατολικό Ζήτημα και τα
Ορλωφικά. Το σχέδιο αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1780, αλλά δεν υλοποιήθηκε λόγω των αντιφάσεων μεταξύ των συμμάχων και την ανακατάληψη των μεγάλων Τουρκικών εδαφών από την ίδια τη Ρωσία χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων της.
Η ιδέα αναδημιουργίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγειρε όμως σοβαρές ανησυχίες κάποιων ξένων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της
Γαλλίας, η οποία έχει συνάψει Γάλλο-τουρκική συμμαχία, και της
Αγγλίας, που φοβόταν παραβίαση της «ισορροπίας δυνάμεων» στην Ευρώπη και την καθιέρωση της ρωσικής ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα χριστιανικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης, που υποστήριζαν την ύπαρξη της μεγαλύτερης ισλαμικής δύναμης, και έτσι καταπίεσαν Χριστιανούς στα
Βαλκάνια, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ονομαζόμενο «Ανατολικό Ζήτημα». Μετά την ανασύσταση του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους το "Ελληνικό σχέδιο" πήρε τη μορφή της "
Μεγάλης ιδέας".
Η Αικατερίνη Β΄ ήταν μελαχρινή μέσου ύψους. Συνδύασε την υψηλή νοημοσύνη, την εκπαίδευση, την πολιτική ικανότητα και τη δέσμευση για το «ελεύθερο έρωτα». Η Αικατερίνη Β΄ είχε πολλούς εραστές, των οποίων ο αριθμός έφθανε στα 23 άτομα. Οι πιο διάσημοι από αυτούς ήταν ο Σεργκέι Σαλτικόφ, ο Γκριγκόρι Ορλόφ, ο υπολοχαγός Βασίλτσικοφ, Ποτέμκιν,
Ουσάρος Ζόριτς, Λάνσκι, και ο τελευταίος ήταν ο Πλάτων Ζούμποφ, ο οποίος έγινε και Στρατηγός. Με τον Ποτέμκιν, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, η Αικατερίνη Β΄ παντρεύτηκε κρυφά (το 1775). Μετά το 1762 σχεδίαζε να παντρευτεί τον Ορλόφ, κάτι που δεν έγινε
[5].
Η Αικατερίνη Β΄ είχε δύο γιους, τον
Παύλο Α΄ και τον
Αλεξέι Γκριγκόριεβιτς Μπομπρίνσκι (1762 - γιος του Γκριγκόρι Ορλόφ), και μια κόρη που πέθανε σε βρεφική ηλικία, την Άννα Πετρόβνα (1757 - 1759, πιθανώς από το μελλοντικό βασιλιά της Πολωνίας, Στανισλάβ Πολιατόβσκι).
Η Μεγάλη Αικατερίνη πέθανε (6) 17 Νοεμβρίου 1796 από κολπική αιμορραγία.