Αφότου αναρριχήθηκε στην εξουσία το 2000, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει προσθέσει ένα πρωταρχικό στόχο στην ρωσική εξωτερική πολιτική: την ανάκτηση των οικονομικών, πολιτικών και γεωστρατηγικών πλεονεκτημάτων που χάθηκαν από το σοβιετικό κράτος το 1991.
Πολλά στη ρωσική εξωτερική πολιτική σήμερα βασίζονται στην κοινή συναίνεση που αποκρυσταλλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αναδυόμενη από τα συντρίμμια της σοβιετικής κατάρρευσης, αυτή η συναίνεση διατρέχει όλο το πολιτικό φάσμα - από τους φιλοδυτικούς φιλελεύθερους ως τους αριστερούς και τους εθνικιστές. Στηρίζεται σε τρεις γεωστρατηγικές επιταγές: ότι
- η Ρωσία πρέπει να παραμείνει μια πυρηνική υπερδύναμη,
- μια μεγάλη δύναμη σε όλες τις πτυχές της διεθνούς δραστηριότητας, και
- η ηγεμόνας - η πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ηγέτιδα - της περιοχής της.
Η συναίνεση αυτή σηματοδοτεί μια γραμμή, πέρα από την οποία η Ρωσία δεν μπορεί να υποχωρήσει χωρίς να χάσει την αίσθηση της υπερηφάνειας της ή ακόμη και την εθνική της ταυτότητα. Έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτική, επιβιώνοντας στην μετεπαναστατική αναταραχή και την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος από τον Μπόρις Γιέλτσιν στον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Μετά την εκλογή του ως πρόεδρος το 2000, ο Πούτιν προσέθεσε σε αυτήν την ατζέντα ένα γενικό στόχο: την ανάκτηση των οικονομικών, πολιτικών και γεωστρατηγικών «εργαλείων» που απώλεσε το σοβιετικό κράτος το 1991. Αν και ποτέ δεν το έχει δηλώσει επίσημα, ο Πούτιν έχει επιδιώξει αυτόν τον στόχο με τέτοια αποφασιστικότητα, συνοχή και συνέπεια που αξίζει να ονομάζεται «το Δόγμα Πούτιν». Εσωτερικά, το δόγμα οδήγησε το καθεστώς να διεκδικήσει τα ανώτερα επίπεδα της οικονομίας (πρώτα και κυρίως, τις βιομηχανίες πετρελαίου και φυσικού αερίου) και να επαναβεβαιώσει τον έλεγχό της επί της εθνικής πολιτικής, του δικαστικού συστήματος καθώς και των εθνικών τηλεοπτικών δικτύων, από τα οποία ενημερώνεται η συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, το δόγμα προχώρησε σε επανερμηνεία της γεωστρατηγικής «τριάδας» της Ρωσίας, καθιστώντας την υλοποίηση και τη διατήρησή της πολύ πιο κατηγορηματική από ό, τι προβλεπόταν αρχικά. Παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, έχει αφήσει να εννοηθεί πρόσφατα ότι θα προσπαθήσει να αναβιώσει την «επανεκκίνηση» με τη Ρωσία, η καλύτερη επιλογή της Ουάσιγκτον μπορεί να είναι μια στρατηγική παύση: μια πολύ μεγάλης κλίμακας υποβάθμιση του τρόπου αλληλεπίδρασης, η οποία θα αντανακλά την αυξανόμενη διαφορά στις αξίες και τους στόχους των δύο χωρών που, όμως, θα συντηρεί τον ειλικρινή διάλογο, ίσως ακόμα και τη συνεργασία σε λίγους επιλεγμένους τομείς.
ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Η πρώτη επιτακτική ανάγκη της συναίνεσης στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας είναι η διατήρηση της θέσης της χώρας ως μια πυρηνική υπερδύναμη. Η κεντρική σημασία της διατήρησης της ισοτιμίας της Ρωσίας με τη μόνη άλλη πυρηνική υπερδύναμη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξηγεί την προθυμία της Μόσχας να συμμετάσχει με την Ουάσιγκτον σε διαπραγματεύσεις για τη στρατηγική ελέγχου των εξοπλισμών. Την ίδια στιγμή, η δυναμική επιδίωξη αυτού του στόχου από τον Πούτιν ευθύνεται για την σφοδρότητα με την οποία η Μόσχα αντιτίθεται σε οτιδήποτε θα μπορούσε να αποδυναμώσει αυτήν την στρατηγική ισοτιμία, όπως το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, το ότι έχουν πέσει στο κενό οι ισχυρισμοί των κορυφαίων αξιωματούχων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ότι το σύστημα δεν αποτελεί απειλή για την πυρηνική αποτροπή της Ρωσίας. Όπως δήλωσε ο Πούτιν σε ομιλία του στο Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών τον περασμένο Ιούλιο, δήθεν η αντιπυραυλική ασπίδα «αναστατώνει την στρατηγική ισορροπία» - δηλαδή, αποδυναμώνει το καθεστώς της Ρωσίας ως μια πυρηνική υπερδύναμη.
Ένας δευτερεύων αλλά συμβολικά σημαντικός (για να μην αναφέρουμε προσοδοφόρος) πυλώνας της θέσης της Ρωσίας ως πυρηνικής υπερδύναμης είναι οι εξαγωγές τής πυρηνικής της τεχνολογίας. Η κρατική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας, Rosatom, έχει υπάρξει δραστήρια στο να πωλεί πυρηνική τεχνολογία και σήμερα έχει συμβάσεις για πώληση πυρηνικών αντιδραστήρων στην Κίνα, την Τουρκία, την Ινδία, την Λευκορωσία και το Μπαγκλαντές. Το Ιράν ήταν ένας ιδιαίτερα ελκυστικός πελάτης – η Ρωσία βοήθησε να κατασκευάσει το αξίας ενός δισ. δολαρίων πυρηνικό εργοστάσιο στο Μπουσέρ παρά την αντίδραση των ΗΠΑ. Το έργο στο Μπουσέρ υπογράμμισε όχι μόνο την πυρηνική τεχνολογική ικανότητα της Ρωσίας, αλλά και την προθυμία της Μόσχας να υποστηρίξει τις πολιτικές της Τεχεράνης απέναντι στην αντίθεση της Ουάσιγκτον.
Αυτή η ακαμψία απέναντι στις επιθυμίες των ΗΠΑ είναι κεντρικής σημασίας για την επανερμηνεία από τον Πούτιν του δεύτερου στόχου της συναίνεσης για την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας: σε γενικές γραμμές, η διατήρηση του καθεστώτος της χώρας ως μεγάλης δύναμης. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η Μόσχα επιδιώκει ενεργά την προσέγγιση πρώην πελατών της Σοβιετικής Ένωσης στη Μέση Ανατολή, την Λατινική Αμερική και την Ασία. Εμβληματική αυτής της πολιτικής ήταν η αναβάθμιση το 2009, των εγκαταστάσεων εφοδιασμού και επισκευών στον λιμένα Ταρτούς στη Συρία και η επίσκεψη του Πούτιν στην Κούβα τον Δεκέμβριο του 2000, η πρώτη από ηγέτη της Ρωσίας ή της Σοβιετικής Ένωσης μετά από το ταξίδι του Λεονίντ Μπρέζνιεφ εκεί, το 1974. Επιπλέον, η χρήση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ από την Μόσχα για να αποδυναμώσει ή να εμποδίσει τις πρωτοβουλίες των ΗΠΑ έχει αυξηθεί σταθερά: τη δεκαετία του 1990, η Ρωσία θέτει δύο βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Μεταξύ του 2000 και του 2012, το βέτο ασκήθηκε οκτώ φορές.