Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά. Κόρη του Μεγάλου Δούκα (=πρωθυπουργού) Λουκά Νοταρά και τελευταία σύζυγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο Παλαιολόγος μαζί με τον πατέρα της τη φυγαδεύουν, λίγες μέρες πριν την τελική επίθεση των Τούρκων. Πέρασε σχεδόν τη μισή ζωή της αυτοεξόριστη στη Βενετία, όπου ακολούθησε το κάλεσμα της ψυχής της και αφιερώθηκε στην υπηρεσία του λαού της, των χιλιάδων προσφύγων από την Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη
Υπέρ της τελευταίας άποψης είναι το εξακριβωμένο γεγονός ότι ο μικρότερος αδελφός της, Ισαάκιος, ήταν 14 χρόνων το 1453. Αν δηλαδή η Άννα είχε γεννηθεί πριν από το 1415, τα δυο αδέλφια θα είχαν πάνω από 25 χρόνια διαφορά μεταξύ τους, κάτι που πολύ σπάνια μπορεί να συμβεί. Υπέρ της πρώτης άποψης συνηγορεί το ότι ο θαυμασμός των Βενετσιάνων για την Άννα ούτε με τα νιάτα της είχε να κάνει ούτε με την ομορφιά της: Της αναγνώριζαν ακάματη δραστηριότητα και ακατάβλητη θέληση για την επίτευξη των στόχων της, προσόντα που δύσκολα ανιχνεύονται σε 20χρονη νεαρή γυναίκα της εποχής εκείνης. Όμως, η κύρια δραστηριότητά της στην Ιταλία ανιχνεύεται από το 1472 κι έπειτα, όταν κατά τη δεύτερη εκδοχή ήταν γύρω στα 35 με 40 της, ηλικία ιδανική για δράση. Για το ότι στα 1453 ήταν πολύ νέα, συνηγορεί και η αγωνιώδης προσπάθεια του Κωνσταντίνου, από πριν ακόμα γίνει αυτοκράτορας, να αποκτήσει παιδί.
Η πόλη κυριεύτηκε κι ο Λουκάς Νοταράς, που (όπως καταγράφουν μαρτυρίες και ενωτικών) μαχόταν ακατάπαυστα και ηρωικά, πιάστηκε αιχμάλωτος. Δύσκολο, μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, να βρήκε τρόπο να φυγαδεύσει την Άννα. Κι αν υποτεθεί ότι κατάφερε να το πράξει, παραμένει μυστήριο, για ποιο λόγο, μαζί με την κόρη του, δεν φρόντισε να γλιτώσουν και η γυναίκα του κι ο ανήλικος γιος τους.
Κάποιες πηγές πιθανολογούν ότι η Άννα έφυγε στην Ιταλία μετά την άλωση. Τα γεγονότα δεν συνηγορούν σ’ αυτό. Αιχμάλωτος, ο Νοταράς οδηγήθηκε μπροστά στον Μωάμεθ, που τον ρώτησε για ποιο λόγο έπρεπε να γίνουν όσα έγιναν, αντί να του παραδώσουν οικειοθελώς την Κωνσταντινούπολη. Ο Μεγάλος Δούκας απάντησε ότι κι αυτός κι ο αυτοκράτορας δεν είχαν τέτοια εξουσία («Κύριε, ουκ έχομεν τόσην ημείς εξουσίαν του διδόναι σοι την πόλιν, ουδέ βασιλεύς αυτός»). Ο Μωάμεθ εκτίμησε τη στάση του και διέταξε να τον ελευθερώσουν και να τον βάλουν σε κατ’ οίκον περιορισμό. Έτσι κι αλλιώς, τον χρειαζόταν για να διοικήσει την κατακτημένη αυτοκρατορία. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να στείλει στην ως τότε πρωτεύουσά του, Αδριανούπολη, σκλάβα τη γυναίκα του Νοταρά, μεγάλη δούκισσα (πέθανε από τις κακουχίες στην πορεία). Και, λίγες μέρες αργότερα, μέθυσε κι έστειλε να του φέρουν στην κλίνη του τον 14χρονο γιο του Νοταρά, όμορφο Ισαάκιο. Η αντίσταση του Μεγάλου Δούκα είχε αποτέλεσμα να σφαχτούν κι αυτός κι ο γιος του. Κατά κάποιες πηγές και τα αδέλφια του μικρού, αν και άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι είχαν πέσει μαχόμενα στη διάρκεια της πολιορκίας.
Τον ίδιο καιρό, ο επίσης εξ απορρήτων του νεκρού αυτοκράτορα, Γεώργιος Φραντζής, και η γυναίκα του έγιναν δούλοι του αρχηγού του οθωμανικού ιππικού, ενώ τα παιδιά του δόθηκαν στον σουλτάνο. Ο γιος του σφάχτηκε, επειδή αρνήθηκε να τον ακολουθήσει στην κλίνη του, ενώ η κόρη του, όμορφη Θαμάρ, κλείστηκε στο χαρέμι, όπου και πέθανε νωρίς.
Σε τέτοιες συνθήκες, ήταν πάρα πολύ δύσκολο έως αδύνατο να ξέφευγε η Άννα, αν στ’ αλήθεια βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την άλωση. Άλλωστε, δεκαοχτώ μήνες αργότερα, ενώ βρισκόταν στην Ιταλία, δέχτηκε να πληρώσει ένα σεβαστό ποσό για να ελευθερωθούν ο Φραντζής και η γυναίκα του (ο Φραντζής κλείστηκε σε μοναστήρι, όπου έγραψε το «Χρονικό» της άλωσης).
Μια σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη αναφέρει ότι, στην προσπάθειά της να φτάσει στην Ιταλία, η Άννα Νοταρά αιχμαλωτίστηκε και πληρώθηκαν λύτρα για την απελευθέρωσή της. Αν στ’ αλήθεια συνέβη κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι η οικογένειά της ήταν ακόμα σε θέση να διαπραγματευτεί με τους απαγωγείς. Αυτό όμως μπορούσε να γίνει πριν από την άλωση, όταν ακόμα ο Λουκάς Νοταράς ήταν ο πανίσχυρος Μεγάλος Δούκας και πρωθυπουργός. Το γεγονός έρχεται να ενισχύσει την άποψη ότι η «αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα» εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη έγκαιρα, παίρνοντας μαζί της ό,τι θεωρούσε πολύτιμο και ήταν δυνατό να μεταφερθεί.
Από αρκετό καιρό πριν από την άλωση, ο Λουκάς Νοταράς είχε φροντίσει να μεταφέρει μεγάλο μέρος της περιουσία του σε πιστωτικά ιδρύματα της Ιταλίας. Η Άννα την βρήκε να την περιμένει. Και ο καρδινάλιος Βησσαρίων, σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, την πήρε κάτω από την προστασία του. Έχοντας μείνει η μοναδική που επιζούσε από την οικογένειά της, ήταν η τελευταία Μεγάλη Δούκισσα της πρώην Βυζαντινής αυτοκρατορίας. «Αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα», για τους πολλούς. Για άλλους, «χήρα του αυτοκράτορα». «Ρωμαία και χριστιανή», όπως αναφέρει η ίδια στη διαθήκη της. Φανατική ανθενωτική, σε σημείο που αρνιόταν ακόμα και να μάθει λατινικά και να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες των καθολικών, σύμφωνα με όλες τις πηγές. Ανορθόγραφη στα ελληνικά της, κατά κάποιες μαρτυρίες. Η δράση της απέσπασε τον θαυμασμό των Ιταλών, παρ’ όλο που γι’ αυτούς ήταν «αιρετική». Την ανέχονταν.
Έγινε η προστάτισσα των Ελλήνων προσφύγων που, κυρίως μετά το 1470, κατά κύματα έφταναν στην Ιταλία. Ανάμεσα σε άλλα, στα 1472 (χρονιά που πέθανε ο προστάτης της, καρδινάλιος Βησσαρίων) ή 1474, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την πολιτεία της Σιένα, στην Τοσκάνη, ζητώντας να της παραχωρηθεί μια εγκαταλειμμένη έκταση με ένα κάστρο στη βαλτώδη Μαρέμα, για να στήσει εκεί ελληνική αποικία. Η κοινότητα θα αριθμούσε γύρω στις εκατό οικογένειες (κυρίως από τη Χιμάρα και τη Μάνη), θα διεπόταν από τους δικούς της νόμους και θα τηρούσε τα δικά της έθιμα, με τον όρο ότι θα ήταν σύμμαχος με τη Σιένα. Παρ’ όλο που οι διαπραγματεύσεις προχώρησαν αρκετά, τελικά δεν καρποφόρησαν. Από την αλληλογραφία όμως με την ηγεσία της Σιένα, προκύπτουν κάποια διόλου ευκαταφρόνητα στοιχεία:
Εκπρόσωπος της Άννας στις διαπραγματεύσεις ήταν ο Φραγκούλης Σερβόπουλος, επιφανής Βυζαντινός, σεβαστός στην Ιταλία, ανήκε στο στενό οικογενειακό περιβάλλον των Νοταραίων. Σε γράμμα του προς τις αρχές της Σιένα, αποκαλεί την Άννα «sponsa imperialis», που σημαίνει «μνηστή του αυτοκράτορα».
Στα 1475, η Άννα εγκαταστάθηκε οριστικά στη Βενετία. Τον επόμενο χρόνο, γνωρίστηκε με τους Κρητικούς Νικόλαο Βλαστό και Ζαχαρία Καλλιέργη. Τη συντροφιά απασχολούσε η διάσωση της ελληνικής γλώσσας. Η Άννα ξόδευε χρήματα για να αγοράσει ελληνικά χειρόγραφα. Και η τυπογραφία διάνυε ήδη την τέταρτη δεκαετία της αφ’ ότου την ανακάλυψε ο Γουτεμβέργιος. Έστησαν τυπογραφείο που εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο σπουδαία της Ιταλίας, εφάμιλλο του σπουδαίου αντίστοιχου της Φλωρεντίας και της «αλδιανής τυπογραφίας» (του Άλδου Μανούτιου) της Βενετίας.
Η επιχείρηση είχε καθαρά ελληνικό χρώμα, καθώς μόνον Έλληνες εργάζονταν σ’ αυτήν. Το πιο σπουδαίο επίτευγμά της ήταν η έκδοση (το 1499) του λεξικού «Ετυμολογικόν Μέγα κατά αλφάβητον το πάν ωφέλιμον» που προετοιμαζόταν επί έξι ολόκληρα χρόνια. Στο τέλος της έκδοσης, αναφέρονται τα εξής:
«Το Μέγα Ετυμολογικόν πέρας είληφεν ήδη συν Θεώ εν Ενετία αναλώμασι μεν του ευγενούς και δοκίμου ανδρός κυρίου Nικολάου Bλαστού του Kρητός, παραινέσει δε της λαμπροτάτης κυρίας Άννης Θυγατρός του πανσεβάστου και ενδοξοτάτου κυρίου Λουκά Nοταρά πότε Mεγάλου Δουκός Kωνσταντινουπόλεως, πόνω δε και δεξιότητι Zαχαρίου Kαλλιέργου του Kρητός».
Το τυπογραφείο έκλεισε στα 1501. Η Άννα Νοταρά πέθανε στα 1507. Άφησε την περιουσία και τα υπάρχοντά της στους Έλληνες της Βενετίας. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Μαρίνου Σανούτου, στις 14 Μαρτίου 1514, ο Νικόλαος Βλαστός αποδέχτηκε μέρος της περιουσίας και ανέλαβε πληρεξούσιος του συνόλου της, σε εκτέλεση των επιθυμιών της Άννας, όπως αυτές καταγράφονταν στη διαθήκη της.