Ήταν απελπιστικά λίγοι οι στρατιώτες που υπερασπίζονταν την Κωνσταντινούπολη λίγο πριν την Άλωση, επειδή ήταν μικρός ο πληθυσμός της πόλης και χιλιάδες οι νέοι που κατέφευγαν στα μοναστήρια για να αποφύγουν τη στράτευση. Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ζήτησε να πληροφορηθεί τα αποτελέσματα της τελευταίας γενικής επιστράτευσης πριν την τελική αναμέτρηση με τους Οθωμανούς, ο στενός συνεργάτης του Φραντζής του απάντησε ότι έγινε κατορθωτό να επιστρατευθούν μόνο 4.937 άντρες από τους 30.000 που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα. Τότε ο βασιλιάς αναστέναξε βαθιά και τον παρακάλεσε να κρατήσει μυστικό τον αριθμό.
Ο σιδερόφρακτος φίλος
Όταν μπήκε θέμα ποιος θα υπερασπιζόταν δίπλα στον Παλαιολόγο την κεντρική πύλη του Ρωμανού στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, απέναντι στην οποία είχε τοποθετηθεί το τεράστιο κανόνι του σουλτάνου, μόνο ο Γενοβέζος Ιουστινιάνι από
τη Χίο έδειξε προθυμία. «Προς τιμή του Χριστού εγώ και οι άντρες μου θα υπερασπιστούμε την πύλη» είπε με σταράτα λόγια. Ο Κωνσταντίνος τον ευχαρίστησε θερμά και του υποσχέθηκε ότι αν τα καταφέρουν να αποκρούσουν τους Τούρκους θα του παραχωρήσει τη Λέσβο και θα τον χρίσει πρίγκιπα.
Ο Ιουστινιάνι ήταν ένας επαγγελματίας πολεμιστής με διεθνή φήμη στην εποχή του. Όταν αυτός μαζί με τους 700 σιδηρόφρακτους στρατιώτες του εμφανίστηκαν για βοήθεια της Πόλης, όλοι ήταν σίγουροι ότι ούτε αυτή τη φορά δεν θα καταφέρουν να την καταλάβουν οι Οθωμανοί. Πράγματι, χωρίς τη βοήθειά του, η πόλη δεν θα άντεχε και θα έπεφτε σχεδόν αμέσως στα χέρια των Τούρκων.
Κατά τη διάρκεια των σκληρότατων μαχών ο αυτοκράτορας υπερασπιζόταν τη μια πλευρά της πύλης του Ρωμανού και ο Ιουστινιάνι την άλλη. Όμως, κάποια στιγμή ένα βέλος χτύπησε τον Ιουνστινιάνι και διαπερνώντας το μεταλλικό θώρακά του καρφώθηκε στο μπράτσο του. Ο Ιουστινιάνι κατάλαβε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει πλέον τη μάχη
και έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να τον μεταφέρουν στο πλοίο του. Οι Έλληνες νόμισαν προς στιγμή ότι ο Ιουστινιάνι λιγοψύχησε από ένα μικρό τραύμα στο χέρι και μερικοί χαρακτήρισαν την πράξη του φυγή. Ο αυτοκράτορας τον παρακάλεσε και τον ξαναπαρακάλεσε να μείνει, ο Γενουάτης όμως δήλωσε αδυναμία.
Ο τραυματισμένος Ιουστινιάνι υποχώρησε συντεταγμένα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο με τους άντρες του και διέφυγαν όλοι μαζί με πλοία από την Κωνσταντινούπολη. Μετά από δύο ημέρες, όμως, δεν άντεξε στο τραύμα του και άφησε την τελευταία του πνοή στη Χίο. Ο γρήγορος και επώδυνος θάνατός του μετά τον τραυματισμό του συνηγορεί στην άποψη ότι αποχώρησε επειδή είχε πράγματι τραυματιστεί βαριά και όχι επειδή λιγοψύχησε, άλλωστε τέτοιοι άντρες δεν λιγοψυχούν. Πάντως, όποια κι αν είναι η αλήθεια, ο Γενουάτης πολεμιστής καταγράφηκε στην ιστορία ως μια ηρωική και γοητευτική φυσιογνωμία.
Αρνήθηκε να φυγαδευτεί
Όπως και ο Λεωνίδας της Σπάρτης, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέθανε στο πεδίο της μάχης σαν απλός στρατιώτης, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα έχει φρικτό τέλος.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά να φυγαδευτεί την τελευταία στιγμή, όπως του πρότειναν επίμονα οι επιτελείς του. «Δεν είναι δυνατόν εγώ να ζω ακόμα, ενώ η πόλη μου έχει αλωθεί», τους απάντησε. Αν είχε διαφύγει, ποιος ξέρει, ίσως οργάνωνε καινούργιο στρατό και εξασφάλιζε συμμαχίες, που θα του επέτρεπαν να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη στο μέλλον. Προτίμησε να πεθάνει ένδοξα στα 49 χρόνια του, ως ο όγδοος και τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Παλαιολόγων, που βασίλευσαν στην Κωνσταντινούπολη επί 195 χρόνια, παρά να δει τον λαό του σκλαβωμένο.
Ο σουλτάνος έψαχνε τον αυτοκράτορα ζωντανό ή νεκρό επί τρεις ημέρες. «Πού είναι ο καίσαρας, που είναι καίσαρας;», ρωτούσε συνέχεια. Ένας Σέρβος στρατιώτης, που μαχόταν στο πλευρό των Οθωμανών, έδειξε ένα κομμένο κεφάλι στον Μωάμεθ: «Αυτό είναι το κεφάλι του τσάρου Κωνσταντίνου δοξασμένε κύριε», του είπε θριαμβευτικά. Το είχε βρει, όπως ισχυρίστηκε, μπροστά στην πύλη του Ρωμανού. Ο σουλτάνος ζήτησε από Έλληνες αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και ο Λουκάς Νοταράς, να το αναγνωρίσουν και εκείνοι ξέσπασαν σε κλάματα. Το ακέφαλο σώμα του βασιλιά, που αναγνωρίστηκε από τις αυτοκρατορικές περικνημίδες, ήταν τσαλαπατημένο από το πλήθος των Ελλήνων που εγκατέλειπαν την πόλη για να αποφύγουν τη μανία των εισβολέων.
Μαρμαρωμένος βασιλιάς
Ο λαός της Κωνσταντινούπολης αρνήθηκε να αποδεχτεί ότι πέθανε ο βασιλιάς του. Γι’ αυτό δημιούργησε τον θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο, λίγο πριν σκοτωθεί, άγγελος
Κυρίου τον παρέλαβε και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη, κοντά στη Χρυσόπορτα. Εκεί, αφού τον έλουσε και έπλυνε τις πληγές του με μόσχο και μύρο, τον
μαρμάρωσε και του έστρωσε να κοιμηθεί σε κλίνη από βύσσο.
Ο Παλαιολόγος ενέπνευσε έντονα και τον άλλο μεγάλο ήρωα των Ελλήνων, τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος τον μνημόνευε συχνά ως τον αγαπημένο του βασιλιά. Μετά από τρεισήμισι
αιώνες, χίλια μίλια μακριά από τη μαρτυρική Κωνσταντινούπολη, στις κορυφές του αρκαδικού Μαινάλου, ο Γέρος του Μοριά έπαιρνε τη σκυτάλη του αγώνα για την απελευθέρωση του Γένους με τα παρακάτω λόγια: «Μόλις χάλασε η Πόλη πυκνώθηκε παντού το σκοτάδι και συνέβη στη φυλή μας ότι συμβαίνει στον κόσμο τη νύχτα. Εμείς όμως ήμασταν πάντα ελεύθεροι και άγριοι στα βουνά σαν τα θηρία και ορεγόμασταν την αναγέννησή μας».
(Σ.Σ.: Μία από τις βασικές πηγές του παραπάνω άρθρου είναι το συναρπαστικό βιβλίο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος - Η τελευταία νύχτα της Πόλης», που έγραψε το 1892 ο Σέρβος υπουργός εξωτερικών Τσέντομιλ Μιγιάτοβιτς και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις Εκδ. Διόπτρα)
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ